πολυκλαδικός

πολυκλαδικός
-ή, -ό
αυτός που έχει πολλούς κλάδους/κατευθύνσεις: Πολυκλαδικό λύκειο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκλαδικός — ή, ό, Ν [πολύκλαδος] 1. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις, πολλούς τομείς 2. φρ. «πολυκλαδικό λύκειο» ενιαίος τύπος λυκείου, όπου επιδιώκεται η συνένωση τής ανθρωπιστικής και θεωρητικής μόρφωσης με την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”